Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
View word page
πλειονάζω
have more than one meaning
ShortDef
have more than one meaning
Debugging
Headword:
πλειονάζω
Headword (normalized):
πλειονάζω
Headword (normalized/stripped):
πλειοναζω
IDX:
70455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70456
Key:
Data
{'content': 'have more than one meaning'}