Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
View word page
πλέθρισμα
race of a πλέθρον in length

ShortDef

race of a πλέθρον in length

Debugging

Headword:
πλέθρισμα
Headword (normalized):
πλέθρισμα
Headword (normalized/stripped):
πλεθρισμα
IDX:
70452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70453
Key:

Data

{'content': 'race of a πλέθρον in length'}