Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
View word page
πλεθρίζω
to run the πλέθρον

ShortDef

to run the πλέθρον

Debugging

Headword:
πλεθρίζω
Headword (normalized):
πλεθρίζω
Headword (normalized/stripped):
πλεθριζω
IDX:
70450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70451
Key:

Data

{'content': 'to run the πλέθρον'}