Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
View word page
πλεθριαῖος
broad
ShortDef
broad
Debugging
Headword:
πλεθριαῖος
Headword (normalized):
πλεθριαῖος
Headword (normalized/stripped):
πλεθριαιος
IDX:
70449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70450
Key:
Data
{'content': 'broad'}