Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνείρω
ἀνεῖσα
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθε
ἀνέκαθεν
ἀνέκαιρεν
ἀνεκάς
ἀνεκβάλλω
ἀνέκβατος
ἀνεκβίαστος
ἀνεκδήμητος
ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδίκητος
ἀνέκδοτος
View word page
ἀνέκαθε
[from above, from the first >] -θεν
ShortDef
[from above, from the first >] -θεν
Debugging
Headword:
ἀνέκαθε
Headword (normalized):
ἀνέκαθε
Headword (normalized/stripped):
ανεκαθε
IDX:
7044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7045
Key:
Data
{'content': '[from above, from the first >] -θεν'}