Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
View word page
πλέγμα
plaited work, wicker-work
ShortDef
plaited work, wicker-work
Debugging
Headword:
πλέγμα
Headword (normalized):
πλέγμα
Headword (normalized/stripped):
πλεγμα
IDX:
70447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70448
Key:
Data
{'content': 'plaited work, wicker-work'}