Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
View word page
πλέγδην
entwined, entangled

ShortDef

entwined, entangled

Debugging

Headword:
πλέγδην
Headword (normalized):
πλέγδην
Headword (normalized/stripped):
πλεγδην
IDX:
70446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70447
Key:

Data

{'content': 'entwined, entangled'}