Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
View word page
πλάτων
ladle
ShortDef
ladle
Plato
Debugging
Headword:
πλάτων
Headword (normalized):
πλάτων
Headword (normalized/stripped):
πλατων
IDX:
70442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70443
Key:
Data
{'content': 'ladle'}