Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
View word page
πλατυώνυχος
with flat nails

ShortDef

with flat nails

Debugging

Headword:
πλατυώνυχος
Headword (normalized):
πλατυώνυχος
Headword (normalized/stripped):
πλατυωνυχος
IDX:
70441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70442
Key:

Data

{'content': 'with flat nails'}