Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεθριαῖος
View word page
πλατύχωρος
with broad space, roomy

ShortDef

with broad space, roomy

Debugging

Headword:
πλατύχωρος
Headword (normalized):
πλατύχωρος
Headword (normalized/stripped):
πλατυχωρος
IDX:
70439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70440
Key:

Data

{'content': 'with broad space, roomy'}