Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
πλέγδην
πλέγμα
View word page
πλατύφυλλος
broad-leaved

ShortDef

broad-leaved

Debugging

Headword:
πλατύφυλλος
Headword (normalized):
πλατύφυλλος
Headword (normalized/stripped):
πλατυφυλλος
IDX:
70437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70438
Key:

Data

{'content': 'broad-leaved'}