Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
Πλατωνικός
πλάτωνις
View word page
πλατύσωμος
with a broad body

ShortDef

with a broad body

Debugging

Headword:
πλατύσωμος
Headword (normalized):
πλατύσωμος
Headword (normalized/stripped):
πλατυσωμος
IDX:
70435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70436
Key:

Data

{'content': 'with a broad body'}