Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
Πλάτων
View word page
πλατύστομος
wide-mouthed

ShortDef

wide-mouthed

Debugging

Headword:
πλατύστομος
Headword (normalized):
πλατύστομος
Headword (normalized/stripped):
πλατυστομος
IDX:
70433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70434
Key:

Data

{'content': 'wide-mouthed'}