Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
πλάτων
View word page
πλατυστομέω
speak broadly

ShortDef

speak broadly

Debugging

Headword:
πλατυστομέω
Headword (normalized):
πλατυστομέω
Headword (normalized/stripped):
πλατυστομεω
IDX:
70432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70433
Key:

Data

{'content': 'speak broadly'}