Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
View word page
πλατύστερνος
broad-breasted

ShortDef

broad-breasted

Debugging

Headword:
πλατύστερνος
Headword (normalized):
πλατύστερνος
Headword (normalized/stripped):
πλατυστερνος
IDX:
70431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70432
Key:

Data

{'content': 'broad-breasted'}