Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
View word page
πλατυσμός
widening, enlarging, dilatation, distension

ShortDef

widening, enlarging, dilatation, distension

Debugging

Headword:
πλατυσμός
Headword (normalized):
πλατυσμός
Headword (normalized/stripped):
πλατυσμος
IDX:
70430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70431
Key:

Data

{'content': 'widening, enlarging, dilatation, distension'}