Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
View word page
πλάτυσμα
flat object
ShortDef
flat object
Debugging
Headword:
πλάτυσμα
Headword (normalized):
πλάτυσμα
Headword (normalized/stripped):
πλατυσμα
IDX:
70429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70430
Key:
Data
{'content': 'flat object'}