Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
View word page
πλατύσημος
with broad border

ShortDef

with broad border

Debugging

Headword:
πλατύσημος
Headword (normalized):
πλατύσημος
Headword (normalized/stripped):
πλατυσημος
IDX:
70428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70429
Key:

Data

{'content': 'with broad border'}