Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
View word page
πλατύσαρκος
broad-fleshed

ShortDef

broad-fleshed

Debugging

Headword:
πλατύσαρκος
Headword (normalized):
πλατύσαρκος
Headword (normalized/stripped):
πλατυσαρκος
IDX:
70427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70428
Key:

Data

{'content': 'broad-fleshed'}