Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
View word page
πλατύς
wide, broad
ShortDef
wide, broad
Debugging
Headword:
πλατύς
Headword (normalized):
πλατύς
Headword (normalized/stripped):
πλατυς
IDX:
70426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70427
Key:
Data
{'content': 'wide, broad'}