Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
View word page
πλατύρρυμος
with broad streets

ShortDef

with broad streets

Debugging

Headword:
πλατύρρυμος
Headword (normalized):
πλατύρρυμος
Headword (normalized/stripped):
πλατυρρυμος
IDX:
70425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70426
Key:

Data

{'content': 'with broad streets'}