Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
View word page
πλατύρρυγχος
broad-snouted
ShortDef
broad-snouted
Debugging
Headword:
πλατύρρυγχος
Headword (normalized):
πλατύρρυγχος
Headword (normalized/stripped):
πλατυρρυγχος
IDX:
70424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70425
Key:
Data
{'content': 'broad-snouted'}