Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
πλατυσμός
View word page
πλατύπυγος
broad-bottomed

ShortDef

broad-bottomed

Debugging

Headword:
πλατύπυγος
Headword (normalized):
πλατύπυγος
Headword (normalized/stripped):
πλατυπυγος
IDX:
70420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70421
Key:

Data

{'content': 'broad-bottomed'}