Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
View word page
πλατυπρόσωπος
flat-faced
ShortDef
flat-faced
Debugging
Headword:
πλατυπρόσωπος
Headword (normalized):
πλατυπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
πλατυπροσωπος
IDX:
70419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70420
Key:
Data
{'content': 'flat-faced'}