Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
View word page
πλατύπους
flat-footed
ShortDef
flat-footed
Debugging
Headword:
πλατύπους
Headword (normalized):
πλατύπους
Headword (normalized/stripped):
πλατυπους
IDX:
70418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70419
Key:
Data
{'content': 'flat-footed'}