Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
View word page
πλατυπόρφυρος
with broad purple border

ShortDef

with broad purple border

Debugging

Headword:
πλατυπόρφυρος
Headword (normalized):
πλατυπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
πλατυπορφυρος
IDX:
70417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70418
Key:

Data

{'content': 'with broad purple border'}