Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
View word page
πλατύπλευρον
plantago

ShortDef

plantago

Debugging

Headword:
πλατύπλευρον
Headword (normalized):
πλατύπλευρον
Headword (normalized/stripped):
πλατυπλευρον
IDX:
70416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70417
Key:

Data

{'content': 'plantago'}