Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
View word page
πλατύπιλος
with broad felt

ShortDef

with broad felt

Debugging

Headword:
πλατύπιλος
Headword (normalized):
πλατύπιλος
Headword (normalized/stripped):
πλατυπιλος
IDX:
70415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70416
Key:

Data

{'content': 'with broad felt'}