Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
View word page
πλατυπήγιον
broad-bottomed boat, punt

ShortDef

broad-bottomed boat, punt

Debugging

Headword:
πλατυπήγιον
Headword (normalized):
πλατυπήγιον
Headword (normalized/stripped):
πλατυπηγιον
IDX:
70414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70415
Key:

Data

{'content': 'broad-bottomed boat, punt'}