Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
πλατύρροος
View word page
πλατύπεδος
with broad fields

ShortDef

with broad fields

Debugging

Headword:
πλατύπεδος
Headword (normalized):
πλατύπεδος
Headword (normalized/stripped):
πλατυπεδος
IDX:
70413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70414
Key:

Data

{'content': 'with broad fields'}