Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
πλατύρρις
View word page
πλατυόφθαλμος
widening the eyes

ShortDef

widening the eyes

Debugging

Headword:
πλατυόφθαλμος
Headword (normalized):
πλατυόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
πλατυοφθαλμος
IDX:
70412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70413
Key:

Data

{'content': 'widening the eyes'}