Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυρημοσύνη
View word page
πλατύουρος
broad-tailed

ShortDef

broad-tailed

Debugging

Headword:
πλατύουρος
Headword (normalized):
πλατύουρος
Headword (normalized/stripped):
πλατυουρος
IDX:
70411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70412
Key:

Data

{'content': 'broad-tailed'}