Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
View word page
πλατύνωτος
broad-backed

ShortDef

broad-backed

Debugging

Headword:
πλατύνωτος
Headword (normalized):
πλατύνωτος
Headword (normalized/stripped):
πλατυνωτος
IDX:
70410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70411
Key:

Data

{'content': 'broad-backed'}