Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
View word page
πλατύνω
to widen, make wide

ShortDef

to widen, make wide

Debugging

Headword:
πλατύνω
Headword (normalized):
πλατύνω
Headword (normalized/stripped):
πλατυνω
IDX:
70409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70410
Key:

Data

{'content': 'to widen, make wide'}