Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
View word page
πλατυντέος
one must extend
ShortDef
one must extend
Debugging
Headword:
πλατυντέος
Headword (normalized):
πλατυντέος
Headword (normalized/stripped):
πλατυντεος
IDX:
70408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70409
Key:
Data
{'content': 'one must extend'}