Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
View word page
πλατυντέον
one must extend
ShortDef
one must extend
Debugging
Headword:
πλατυντέον
Headword (normalized):
πλατυντέον
Headword (normalized/stripped):
πλατυντεον
IDX:
70407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70408
Key:
Data
{'content': 'one must extend'}