Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
View word page
πλατυμήλη
broad probe
ShortDef
broad probe
Debugging
Headword:
πλατυμήλη
Headword (normalized):
πλατυμήλη
Headword (normalized/stripped):
πλατυμηλη
IDX:
70405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70406
Key:
Data
{'content': 'broad probe'}