Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
View word page
πλατυμέτωπος
with broad forehead

ShortDef

with broad forehead

Debugging

Headword:
πλατυμέτωπος
Headword (normalized):
πλατυμέτωπος
Headword (normalized/stripped):
πλατυμετωπος
IDX:
70404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70405
Key:

Data

{'content': 'with broad forehead'}