Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
View word page
πλατύλογχος
broadpointed

ShortDef

broadpointed

Debugging

Headword:
πλατύλογχος
Headword (normalized):
πλατύλογχος
Headword (normalized/stripped):
πλατυλογχος
IDX:
70403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70404
Key:

Data

{'content': 'broadpointed'}