Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατυντέος
πλατύνω
View word page
πλατυκορία
a disease
ShortDef
a disease
Debugging
Headword:
πλατυκορία
Headword (normalized):
πλατυκορία
Headword (normalized/stripped):
πλατυκορια
IDX:
70399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70400
Key:
Data
{'content': 'a disease'}