Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγράμματος
ἄγραμμος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
View word page
ἀγρειοσύνη
clownishness, a rude, vagrant life

ShortDef

clownishness, a rude, vagrant life

Debugging

Headword:
ἀγρειοσύνη
Headword (normalized):
ἀγρειοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αγρειοσυνη
IDX:
703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-704
Key:

Data

{'content': 'clownishness, a rude, vagrant life'}