Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
View word page
πλατύκερως
flat-horned

ShortDef

flat-horned

Debugging

Headword:
πλατύκερως
Headword (normalized):
πλατύκερως
Headword (normalized/stripped):
πλατυκερως
IDX:
70397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70398
Key:

Data

{'content': 'flat-horned'}