Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
View word page
πλατύκερκος
flat-tailed
ShortDef
flat-tailed
Debugging
Headword:
πλατύκερκος
Headword (normalized):
πλατύκερκος
Headword (normalized/stripped):
πλατυκερκος
IDX:
70396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70397
Key:
Data
{'content': 'flat-tailed'}