Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
View word page
πλατύκαυλος
flat-stalked

ShortDef

flat-stalked

Debugging

Headword:
πλατύκαυλος
Headword (normalized):
πλατύκαυλος
Headword (normalized/stripped):
πλατυκαυλος
IDX:
70395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70396
Key:

Data

{'content': 'flat-stalked'}