Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
View word page
πλατύκαρπος
with flat fruit

ShortDef

with flat fruit

Debugging

Headword:
πλατύκαρπος
Headword (normalized):
πλατύκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πλατυκαρπος
IDX:
70394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70395
Key:

Data

{'content': 'with flat fruit'}