Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
View word page
πλατύγλωσσος
broad-tongued, flat-tongued

ShortDef

broad-tongued, flat-tongued

Debugging

Headword:
πλατύγλωσσος
Headword (normalized):
πλατύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
πλατυγλωσσος
IDX:
70391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70392
Key:

Data

{'content': 'broad-tongued, flat-tongued'}