Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκύμινον
View word page
πλατυγίζω
to beat the water with its wings, to splash about
ShortDef
to beat the water with its wings, to splash about
Debugging
Headword:
πλατυγίζω
Headword (normalized):
πλατυγίζω
Headword (normalized/stripped):
πλατυγιζω
IDX:
70390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70391
Key:
Data
{'content': 'to beat the water with its wings, to splash about'}