Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
View word page
πλατυγάστωρ
flat-bellied

ShortDef

flat-bellied

Debugging

Headword:
πλατυγάστωρ
Headword (normalized):
πλατυγάστωρ
Headword (normalized/stripped):
πλατυγαστωρ
IDX:
70389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70390
Key:

Data

{'content': 'flat-bellied'}