Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
View word page
πλατυάμφοδος
with broad streets

ShortDef

with broad streets

Debugging

Headword:
πλατυάμφοδος
Headword (normalized):
πλατυάμφοδος
Headword (normalized/stripped):
πλατυαμφοδος
IDX:
70387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70388
Key:

Data

{'content': 'with broad streets'}