Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
View word page
πλατυαλουργής
with broad purple border

ShortDef

with broad purple border

Debugging

Headword:
πλατυαλουργής
Headword (normalized):
πλατυαλουργής
Headword (normalized/stripped):
πλατυαλουργης
IDX:
70386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70387
Key:

Data

{'content': 'with broad purple border'}